- πλειοδοτικός
- fiyat artırıcı, fiyat artıran
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
πλειοδοτικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλειοδοσία («πλειοδοτικός διαγωνισμός»). επίρρ... πλειοδοτικώς με πλειοδοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλειοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα Εφημερίς τής Κυβερνήσεως] … Dictionary of Greek
πλειοδοτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλειοδοσία: Πλειοδοτικός διαγωνισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)